υπερωκεάνιος

υπερωκεάνιος
-α, -ο / ὑπερωκεάνιος, -ον, ΝΑ, και παλαιότ. τ. υπερωκεάνειος Ν
αυτός που βρίσκεται πέρα από τον ωκεανό (α. «υπερωκεάνιες κτήσεις» β. «ὑπερωκεάνιοι χῶραι», Φίλ.)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται διά μέσου τού ωκεανού («υπερωκεάνια ταξίδια»)
2. το ουδ. ως ουσ. το υπερωκεάνιο
ναυτ. μεγάλο επιβατηγό πλοίο, ικανό να διαπλεύσει έναν ωκεανό
αρχ.
τεράστιος, τερατώδης («ὑπερωκεάνιος καὶ μετακόσμιος... ἀσέβεια», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + ὠκεανός (πρβλ. παρ-ωκεάν-ιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερωκεάνιος — beyond the ocean masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερωκεάνιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον ωκεανό: Υπερωκεάνιες χώρες. 2. αυτός που γίνεται διαμέσου του ωκεανού: Υπερωκεάνια ταξίδια. 3. το ουδ. ως ουσ., υπερωκεάνιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερωκεάνιον — ὑπερωκεάνιος beyond the ocean masc/fem acc sg ὑπερωκεάνιος beyond the ocean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπερωκεάνιο — το, Ν βλ. υπερωκεάνιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”